- φλαυριζω
- φλαυρίζωнизко ставить, презирать
(τινά Plut.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(τινά Plut.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
φλαυρίζω — Α [φλαῦρος] φαυλίζω* … Dictionary of Greek
φλαυρίζει — φλαυρίζω pres ind mp 2nd sg φλαυρίζω pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φλαυρίσαι — φλαυρίζω aor inf act φλαυρίσαῑ , φλαυρίζω aor opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φλαυρίζεις — φλαυρίζω pres ind act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φλαυρίζοντες — φλαυρίζω pres part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φλαυρίζων — φλαυρίζω pres part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αποφλαυρίζω — ἀποφλαυρίζω (Α) [φλαυρίζω] περιφρονώ, εξευτελίζω … Dictionary of Greek